- θεόπλευρος
- θεόπλευρος, -ον (AM)1. αυτός που βρίσκεται στο πλευρό τού θεού2. (για τη λόγχη) αυτός που διαπερνά το πλευρό τού θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος, τετρά-πλευρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
богосребренный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} греч. Θεόπλευρος принадлежащий к ребру божественному,… … Словарь церковнославянского языка